νοθεύονται

νοθεύονται
νοθεύω
corrupt
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δακτυλίτης — Γένος διετών ή πολυετών φυτών της οικογένειας των σκροφουλαριδών, με περίπου 25 είδη ιθαγενή της Ευρώπης, της βόρειας Αφρικής και της Ασίας. Έχουν μεγάλα, συνήθως ακέραια φύλλα, επαλλάσσοντα ή σε δέσμες, καθώς και κόκκινα, κίτρινα ή λευκά άνθη σε …   Dictionary of Greek

  • νοθεύω — νόθεψα, νοθεύτηκα, νοθεμένος και νοθευμένος 1. αλλοιώνω τα συστατικά πράγματος: Νοθεύονται τα καύσιμα. 2. παραποιώ, καταστρέφω τη γνησιότητα πράγματος: Η προσωποληψία νοθεύει τη βούληση του πολίτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”